υπεκδέχομαι

υπεκδέχομαι
Α
δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπεκδέχεται — ὑπεκδέχομαι have under oneself pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • καθυπεκδέχομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπεκδέχομαι) δέχομαι, λαμβάνω κάτι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ εκ δέχομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”